γουλιανός

γουλιανός
Ψάρι της οικογένειας των σιλουριδών, της τάξης των oσταριοφύσων τελεοστέων. Είναι μεγαλόσωμο ψάρι που ζει στο γλυκό νερό. Το σώμα του έχει μήκος από 1 έως 3 και σπάνια 4 μ. και απολήγει σε στρογγυλό ουραίο πτερύγιο· το δέρμα του είναι μαλακό, χωρίς λέπια. Το κεφάλι είναι πλατύ και πεπιεσμένο από κάτω προς τα πάνω, τα σαγόνια του έχουν πολλά« δόντια και η πάνω γνάθος ένα ζεύγος μακριά μουστάκια, ενώ η κάτω δύο ζεύγη πιο κοντά. Το χρώμα του είναι γενικά σκοτεινό στη ράχη και ανοιχτό στην κοιλιά. Ζει στις λίμνες και στους μεγάλους ποταμούς της Ευρώπης. Στην Ελλάδα ζει κυρίως στις λίμνες της Μακεδονίας. Τρώγεται μόνο όταν βρίσκεται σε νεαρή ηλικία, ενώ η νηκτική του κύστη χρησιμεύει για την παρασκευή ψαρόκολλας.
* * *
ο
ονομασία τού ψαριού Σίλουος ο γλάνις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. γλάνις*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • γουλιανός — ο είδος ψαριού του γλυκού νερού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γλάνις — (glanis). Ψάρι της οικογένειας των σιλουριδών, γνωστό και με την ονομασία σίλουρος ο ευρωπαϊκός. Ο γ. ζει στα γλυκά νερά της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης. Αντίθετα με άλλα ψάρια, δεν έχει ραχιαίο πτερύγιο αλλά εδρικό, πολύ μεγάλο. Το μήκος… …   Dictionary of Greek

  • γλανίδι — το (Α γλανίς και γλάνις, η) ονομασία τού ψαριού Παρασίλουρος ο αριστοτέλειος νεοελλ. γλανός*, γουλιανός. [ΕΤΥΜΟΛ. γλανίδι είτε απ ευθείας < γλανίς, γλάνις είτε < υποκορ.* γλανίδιον (< γλανίς, γλάνις). Με τη σειρά του το γλανίς, γλάνις… …   Dictionary of Greek

  • γολιάνα — η βλ. γουλιανός …   Dictionary of Greek

  • σίλουρος — Ψάρι. >Σιλουρίδες. Ο σίλουρος (silurus glanis) του οποίου το μήκος μπορεί να ξεπεράσει τα δύο μέτρα, ζει στα εσωτερικά νερά της Ευρώπης, και κυρίως στο Δούναβη. Αναπαράσταση υποθαλάσσιου περιβάλλοντος του σιλουρίου με χαρακτηριστικά είδη: 1.… …   Dictionary of Greek

  • σιλουρίδες — (Siurides). Οικογένεια ψαριών του γλυκού ή του αλμυρού νερού, που ζουν σε όλη σχεδόν την υδρόγειο, γνωστά και με την ονομασία γατόψαρα. Τα ψάρια της οικογένειας αυτής έχουν πλατύ κεφάλι, σκεπασμένο με δερμικές πλάκες, μάτια μικρά, και γύρω από το …   Dictionary of Greek

  • γατόψαρο — Κοινή ονομασία διαφόρων ειδών ψαριών που ανήκουν στην τάξη των σιλουριόμορφων (σίλουροι). Κοινά χαρακτηριστικά τους είναι οι μακρές στοματικές αποφύσεις που θυμίζουν τα μουστάκια της γάτας, οι οποίες χρησιμεύουν για την ανακάλυψη της τροφής τους… …   Dictionary of Greek

  • αγουλιανός — ο το ψάρι γουλιανός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”